μαγκιόρος

μαγκιόρος
ο
(λ. ιταλ.), αυτός που τα καταφέρνει σε δύσκολες καταστάσεις, ο καταφερτζής, ο επιτήδειος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαγκιόρος — και μαγκιώρος, ο, θηλ. μαγκιόρα και μαγκιόρισσα ο ικανός να επιτυγχάνει ακόμη και στις πιο δύσκολες υποθέσεις, επιδέξιος, καπάτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maggiore < λατ. major, συγκρ. τού επιθ. magnus «μεγάλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”